- ευπαραμύθητος
- εὐπαραμύθητος, -ον (Α)1. αυτός που εξιλεώνεται εύκολα («θεοὶ δ' εὐπαραμύθητοι εἰσὶ θύμασι καὶ εὐχαῑς», Πλάτ.)2. αυτός που παρηγοριέται εύκολα3. αυτός που αποδεικνύεται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + παρα-μυθητός (< παρα-μυθούμαι «προτρέπω, παρηγορώ»)].
Dictionary of Greek. 2013.